- αδρομέρεια
- η [αδρομερής]1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές2. ένα από τα μέρη αυτής τής μη λεπτομερειακής εκθέσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδρομερής — ές (Α ἁδρομερής) 1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός 2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρὸς + μέρος. ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια] … Dictionary of Greek